- συνοικητήρ
- -ῆρος, ὁ, Ασυγκάτοικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τηρ (πρβλ. κινη-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοικητῆρα — συνοικητήρ house fellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)